Τόσο το πράσινο, όσο και το μαύρο
τσάι προέρχονται από το ίδιο φυτό (Camellia sinensis), ωστόσο, υποβάλλονται σε διαφορετικές διαδικασίες ζύμωσης και οξείδωσης.
Το μαύρο τσάι είναι ένα πλήρως οξειδωμένο τσάι, ενώ, το πράσινο τσάι δεν οξειδώνεται.
Ωστόσο, αρκετοί αναρωτιούνται ποιο από τα δύο ροφήματα προσφέρει τα περισσότερα οφέλη για την υγεία.
Ας δούμε, όμως, πρώτα μαζί τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το καθένα, ξεχωριστά.
Τα οφέλη που προσφέρει το πράσινο τσάι
Τα αντιοξειδωτικά στο
πράσινο τσάι μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο ορισμένων μορφών καρκίνου. Λόγω του γεγονότος ότι το πράσινο τσάι δεν έχει υποστεί ζύμωση, περιέχει περισσότερες κατεχίνες σε σύγκριση με το μαύρο. Οι κατεχίνες είναι μια υποκατηγορία φλαβονοειδών που βρίσκονται σε υψηλή συγκέντρωση στα φύλλα του φυτού Camellia sinensis.
Υπάρχουν τέσσερις κύριες κατεχίνες στο τσάι: επικατεχίνη (EC), γαλλική επικατεχίνη (ECG), επιγαλλοκατεχίνη (EGC) και επιγαλλοκατεχίνη-3-γαλλική (EGCG). Η γαλλική επιγαλλοκατεχίνη (EGCG) που περιέχει το πράσινο τσάι συμβάλλει στην καταστροφή των ελευθέρων ριζών, που προκαλούν βλάβες στο DNA, στις πρωτεΐνες και στα λιπίδια.
Παράλληλα, το πράσινο τσάι προάγει την καρδιαγγειακή υγεία μειώνοντας τα επίπεδα της κακής χοληστερόλης (LDL), ενώ συμβάλλει στην προστασία της καλής χοληστερόλης (HDL). Επιπλέον, οι πολυφαινόλες (κατεχίνες) συμβάλλουν στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, ενώ μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Το πράσινο τσάι βοηθά, επίσης, στην διαχείριση του βάρους. Ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι οι κατεχίνες του πράσινου τσαγιού μπορούν να ενισχύσουν το μεταβολισμό, βοηθώντας στην καύση λίπους, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να συμβάλλει στην απώλεια βάρους.
Επιπρόσθετα, το πράσινο τσάι έχει μικρότερη περιεκτικότητα καφεΐνης σε σύγκριση με το μαύρο. Σε συνδυασμό με το αμινοξύ L-θεανίνη, το πράσινο τσάι προσφέρει ήπια τόνωση και διέγερση, χωρίς τις ενοχλητικές επιπτώσεις της καφεΐνης.
Τα οφέλη που προσφέρει το μαύρο τσάι
Αντίστοιχα με το πράσινο τσάι, το
μαύρο τσάι προσφέρει οφέλη για την υγεία της καρδιάς. Τα αντιοξειδωτικά του μαύρου τσαγιού, όπως οι θεαφλαβίνες και οι κατεχίνες, μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση της καρδιαγγειακής λειτουργίας, μειώνοντας την αρτηριακή πίεση και ενισχύοντας τη λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων.
Το μαύρο τσάι είναι επίσης πλούσιο σε πολυφαινόλες. Οι πολυφαινόλες του δρουν ως πρεβιοτικά, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη των ωφέλιμων βακτηρίων στην χλωρίδα του εντέρου.
Το υγιές μικροβίωμα του εντέρου συνδέεται άμεσα με την πέψη των τροφών. Ορισμένες μελέτες αναφέρουν ότι οι φυτοχημικές ενώσεις του μαύρου τσαγιού μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της οστικής πυκνότητας, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο καταγμάτων και οστεοπόρωσης.
Ωστόσο, το μαύρο τσάι περιέχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα καφεΐνης, λειτουργώντας και ως υποκατάστατο του καφέ, σε σύγκριση με το πράσινο τσάι.
Η τακτική κατανάλωση μαύρου τσαγιού μπορεί επίσης να μειώσει τον κίνδυνο για διάφορες ασθένειες, όπως : σακχαρώδη διαβήτη, πέτρες στα νεφρά και νόσο του Πάρκινσον.
Ποιο από τα δύο να επιλέξω
Η επιλογή μεταξύ πράσινου και μαύρου τσαγιού εξαρτάται τελικά από τις προτιμήσεις του καθενός, δεδομένου ότι και τα δύο έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες και αποτελούν εξαιρετικές επιλογές για ένα υγιεινό ρόφημα.
Οι διαφορές τους έγκεινται κυρίως στις μεθόδους επεξεργασίας τους. Το πράσινο τσάι έχει ήπια γεύση, είναι ελαφρύ και πιο αρωματικό, ενώ το μαύρο τσάι έχει πιο έντονο άρωμα και στυφή γεύση.
Η L-θεανίνη (αμινοξύ) του πράσινου τσαγιού προάγει τη χαλάρωση και συνδυαστικά με την καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει την γνωστική λειτουργία, χωρίς να προκαλεί νευρικότητα. Και το μαύρο τσάι περιέχει L-θεανίνη, αλλά σε μικρότερη περιεκτικότητα.
Όσα άτομα, επίσης, είναι ευαίσθητα στην καφεϊνη, είναι καλύτερο να επιλέξουν το πράσινο τσάι.
Συμπερασματικά, και τα δύο είδη τσαγιού προσφέρουν πολλαπλά οφέλη για την υγεία. Το πράσινο τσάι ξεπερνά ελάχιστα το μαύρο, δεδομένου ότι η επεξεργασία του μπορεί να οδηγήσει σε μείωση ορισμένων ευεργετικών ενώσεων. Για όσους, τέλος, έχουν ως πρωταρχικό μέλημα την διαχείριση του βάρους, το πράσινο τσάι έχει το πλεονέκτημα ότι ενισχύει το μεταβολισμό.