Φωτογραφία: Reuters
Απαισιόδοξοι εμφανίζονται αναλυτές για την δημοσιονομική πορεία των ΗΠΑ -δηλαδή την πορεία του δημοσίου ελλείμματος και χρέους- ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου 2024.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ΗΠΑ, ως κράτος, ξοδεύουν για πρώτη φορά περισσότερα χρήματα για δαπάνες τόκων από ό,τι για την άμυνα και αυτό παρά το γεγονός ότι διαθέτουν το μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στον πλανήτη. Η Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γιέλεν, παρουσίασε πρόσφατα το τρίτο μεγαλύτερο έλλειμμα στην ιστορία της χώρας για το 2024, το οποίο ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό 1,83 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – 9, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί από 9,3 τρισ. δολάρια σε 35,5 τρισ. δολάρια και έχει ανέλθει στο 123% του ΑΕΠ της χώρας. Ένα τρισεκατομμύριο δολάρια νέου χρέους προστίθεται σήμερα κάθε εκατό ημέρες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Έτσι, η εκτίμηση των αναλυτών είναι πως όποιος και αν κερδίσει στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, δηλαδή είτε αυτή είναι η Καμάλα Χάρις από τους Δημοκρατικούς, είτε είναι ο Ντόναλντ Τραμπ από τους Ρεπουμπλικάνους, θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα κύμα συνταξιοδοτήσεων στις ΗΠΑ, το οποίο θα εκτινάξει τις σχετικές δημόσιες δαπάνες. Παρόλα αυτά, κανείς εκ των δύο μονομάχων για την προεδρία, δεν φαίνεται να επιθυμεί να καταπιαστεί στα σοβαρά με την «βόμβα» του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, η Χάρις θέλει να αυξήσει τη φορολογία των εταιρικών κερδών στο 28% και να αυξήσει τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή για όσους κερδίζουν πάνω από 400.000 δολάρια ετησίως. Η ίδια θέλει επίσης να αυξήσει τον φόρο κεφαλαιακών κερδών για τους εκατομμυριούχους και να επιβάλει πρόσθετο φόρο στους δισεκατομμυριούχους.
Ταυτόχρονα, όμως, πιέζει για φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οικογένειες με παιδιά, τους αγοραστές κατοικιών και τις μικρές επιχειρήσεις. Το πρόγραμμά της περιλαμβάνει επίσης ένα «επίδομα νεογέννητου» και επιδοτήσεις για άτομα που αγοράζουν την πρώτη τους κατοικία.
Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, θέλει να μειώσει τους φόρους για τις εταιρείες που παράγουν στις ΗΠΑ από 21% έως και 15%. Σχεδιάζει επίσης φορολογικές ελαφρύνσεις για τους δικαιούχους φιλοδωρήματος, τους συνταξιούχους και άλλες ομάδες. Έχει επίσης υποσχεθεί να παρατείνει την ελάφρυνση του φόρου εισοδήματος που συμφωνήθηκε κατά την πρώτη θητεία του και πρόκειται να λήξει το επόμενο έτος. Για να αντισταθμίσει τις φορολογικές απώλειες που προκύπτουν, ο Τραμπ θέλει να επιβάλει δασμούς. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για το αν αυτό θα λειτουργήσει.
Μέχρι στιγμής, πάντως, οι ΗΠΑ έχουν ξεφύγει σε μεγάλο βαθμό από την πίεση των αγορών ομολόγων, παρά την απώλεια της πιστοληπτικής τους ικανότητας τριπλού Α από τον οίκο αξιολόγησης Fitch πέρυσι.