Η Ελληνική μετανάστευση στην Αμερική Οι πρώτοι Έλληνες στην Αμερικανική Ήπειρο
Η Ελληνική μετανάστευση στην Αμερική Οι πρώτοι Έλληνες στην Αμερικανική Ήπειρο
Eνας άνδρας με το όνομα Δον Τεοντόρο θεωρείται ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το έδαφος της Φλόριντα των ΗΠΑ το 1528, συμμετέχοντας σε εξερευνητική αποστολή Ισπανών. Έκτοτε και άλλοι Έλληνες σποραδικά ακολούθησαν, όπως το 1592 ένας Κεφαλονίτης καπετάνιος ονόματι Ιωάννης Φωκάς και το 1764 ο Ευστράτιος Ντελάρωφ, Μακεδόνας γουνέμπορος. Οι σποραδικές αφίξεις Ελλήνων αντικαταστάθηκαν το 1768 από μαζικότερες. Πεντακόσιοι, περίπου, Έλληνες από τη Σμύρνη, την Κρήτη και τη Μάνη, μαζί και με άλλους, κυρίως, Ευρωπαίους, ίδρυσαν τη Νέα Σμύρνη στη Φλόριντα. Η αποικία αυτή δεν κατάφερε να επιβιώσει, αφού οι περισσότεροι άποικοι ασθένησαν και απεβίωσαν, με αποτέλεσμα το 1777 να εγκαταλειφθεί. Η Ελληνική μετανάστευση το 19ο αιώνα Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και μετά από αυτήν, αρκετοί Έλληνες – κυρίως ορφανά παιδιά – πήγαν στις ΗΠΑ με τη βοήθεια φιλελλήνων. Η πρώτη αξιοσημείωτη ελληνική κοινότητα δημιουργήθηκε στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα τη δεκαετία του 1850. Γύρω στα 1866 ο πληθυσμός της κοινότητας αυξήθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να συσταθεί ελληνικό προξενείο και να ιδρυθεί η πρώτη ελληνορθόδοξη εκκλησία στις ΗΠΑ. Οι μεταναστευτικές ροές των Ελλήνων προς τις ΗΠΑ άρχισαν να μεταβάλλονται, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας μικρή αυξητική τάση. Την εποχή εκείνη οι Έλληνες που έφταναν στις ΗΠΑ χαρακτηρίζονταν ως «Λεβαντίνοι»,  επειδή προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και τα ελληνικά νησιά που τελούσαν υπό τουρκική κατοχή. Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες, στη συντριπτική τους πλειονότητα άνδρες, εγκαταστάθηκαν σε μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα, όπου έβρισκαν εύκολα εργασία σε μεταλλεία και στη διάνοιξη του αμερικανικού σιδηροδρομικού δικτύου. Μέχρι το 1880 ο αριθμός τους δεν υπερέβαινε τις 2.000, για να φτάσει τις 15.000, περίπου, το 1890. Η Ελληνική μετανάστευση τον 20ο αιώνα. Τα αίτια Τη δεκαετία του 1890 η μετανάστευση αυξήθηκε, κυρίως λόγω των πολλών οικονομικών ευκαιριών που εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ, για να λάβει ραγδαίους ρυθμούς στις αρχές του 20ου αιώνα. Έτσι, από 15.000 χιλιάδες μετανάστες την περίοδο 1873-1899, έγιναν 450.000 την περίοδο 1900-1917. Οι Έλληνες μετανάστες εκείνη την εποχή ήταν κατά 90% άντρες, σε αντίθεση με τους Ιταλούς και Ιρλανδούς που οι άνδρες μετανάστες ήταν 50-60%. Το όνειρο των περισσότερων Ελλήνων ήταν να εργαστούν για κάποιο χρονικό διάστημα και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με ικανό κεφάλαιο, προκειμένου να ενισχύσουν την οικογένειά τους. Ο ατυχής πόλεμος του 1897 και  η σταφιδική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα, η βουλγαρική κυριαρχία πάνω σε πατρογονικά εδάφη με το τέλος των βαλκανικών πολέμων το 1913, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι απηνείς διώξεις που υπέστησαν οι Έλληνες  της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης, η Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και η ανταλλαγή των πληθυσμών που επεβλήθη με τη συνθήκη της Λωζάνης, απέκλεισε πολλούς Έλληνες της Αμερικής από τη δυνατότητα επιστροφής στην πατρίδα. Το 1923, εξάλλου, οι ΗΠΑ αναθεωρώντας τους κανόνες για την ευρωπαϊκή μετανάστευση έδωσαν το δικαίωμα στους μετανάστες να πάρουν την αμερικανική υπηκοότητα και να φέρουν στις ΗΠΑ τις οικογένειές τους για μόνιμη εγκατάσταση. Κατά την εικοσαετία 1925-1945 έφτασαν γύρω στις 30.000 νέα άτομα από την Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν πραγματικές ή εικονικές νύφες για ανύπαντρους Έλληνες άνδρες. Τα επόμενα χρόνια, η μετακίνηση Ελλήνων μεταναστών προς τις ΗΠΑ συνεχίστηκε με μειωμένους, σχετικά,  ρυθμούς για να υπάρξει και πάλι μια μεταναστευτική έκρηξη την περίοδο 1966-1979 με 160.000 μετανάστες, απόρροια των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον αδελφοκτόνο εμφύλιο και τη δικτατορία του 1967-1974. Μετά το 1981 και την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η μεταναστευτική ροή στις ΗΠΑ μειώθηκε πολύ και υπολογίζεται στους 2.000 ετησίως. Υπάρχει, όμως, μια ποιοτική διαφορά σε σχέση με τις παλιότερες. Οι περισσότεροι Έλληνες ή Ελληνίδες έρχονται, πλέον, στις ΗΠΑ όχι ως ανειδίκευτοι εργάτες, αλλά για σπουδές και στη συνέχεια παραμένουν στη χώρα ασκώντας, τις περισσότερες φορές, ακαδημαϊκή καριέρα. Οι μεταπολεμικοί μετανάστες δεν δέχτηκαν τόσες πολλές πιέσεις αφομοίωσης, όπως οι παλιότεροι, με αποτέλεσμα να ενσωματωθούν ευκολότερα και με τη συνδρομή της υπάρχουσας και εδραιωμένης ελληνικής κοινότητας. Ο Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα των ΗΠΑ οργάνωσαν τη ζωή τους δημιουργώντας ελληνικές γειτονιές. Μικρές ελληνικές επιχειρήσεις, όπως εστιατόρια, καφενεία, παντοπωλεία, άρχισαν να εμφανίζονται παντού. Η ομογένεια άρχισε να οργανώνεται σε ελληνορθόδοξες ενορίες, εθνικοτοπικούς συλλόγους και άλλες οργανώσεις. Το 1915 εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη η ελληνική εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ, η οποία εξακολουθεί ακόμα να βρίσκεται σε κυκλοφορία και το 1922 δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη και μακροβιότερη ελληνική οργάνωση ΑΧΕΠΑ (AHEPA: American Hellenic Educational and Progressive Association). Στις αρχές του 21ου αιώνα σύμφωνα με επίσημους υπολογισμούς της αμερικανικής Πολιτείας ζούσαν στις ΗΠΑ 1.153.295 άτομα ελληνικής καταγωγής από τα οποία 365.435 μιλούσαν ελληνικά στο σπίτι τους. Διαφορετική εκτίμηση, μάλλον υπερβολική, ανεβάζει τον αριθμό των ελληνικής καταγωγής κατοίκων στις ΗΠΑ στα 3.000.000, με χώρους διαβίωσης, κυρίως, τη Ν. Υόρκη, το Ντιτρόιτ, τη Βοστόνη, το Κλίβελαντ, το Σικάγο και το Τάρπον Σπριγκς της Φλόριντα.   Το ταξίδι για την Αμερική. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις απαρχές του 20ου το ταξίδι  για τις Η.Π.Α. δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ήταν πολυδάπανο και πολυήμερο, καθώς διαρκούσε έως και ένα μήνα. Αρκετοί αναγκάζονταν να πουλήσουν ή να υποθηκεύσουν περιουσιακά τους στοιχεία προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήματα για το υπερατλαντικό εισιτήριό τους, πέφτοντας πολλές φορές θύματα τοκογλυφίας. Το σύνολο, σχεδόν, των μεταναστών ταξίδευε στα αμπάρια των πλοίων ή στο κατάστρωμα με αρκετούς από αυτούς να αρρωσταίνουν ή να παθαίνουν στη διάρκεια του ταξιδιού από τις κακουχίες. Πριν οι μετανάστες επιβιβαστούν στο πλοίο έπρεπε να εξασφαλίσουν θεώρηση  του διαβατηρίου τους από τα αμερικανικά προξενεία του Πειραιά ή της Πάτρας. Αυτό, όμως, δεν αποτελούσε εγγύηση ότι οι αρμόδιες Αρχές της Νέας Υόρκης ή άλλου λιμανιού των Η.Π.Α. θα τους επέτρεπαν να αποβιβαστούν αμέσως σε αμερικανικό έδαφος. Η αναχώρησή τους γινόταν μέσα σε ατμόσφαιρα πανηγυρική. Η μπάντα του δήμου παιάνιζε, τα πλοία σφύριζαν και το πλήθος των συγγενών και φίλων με δάκρυα ανάμικτων συναισθημάτων, λύπης αλλά  και προσμονής για γρήγορη επιστροφή, τους αποχαιρετούσαν από την αποβάθρα του λιμανιού. Οι μετανάστες, κυρίως, της περιόδου 1907-1937 θεωρούνταν από τους πλοιοκτήτες των υπερωκεάνιων ως «φορτίο». Οι συνθήκες διαβίωσης  κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σε πλοία, κάποτε, μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, ήταν φρικτές.  Στοιβάζονταν, κυριολεκτικά, σε απελπιστικά στενούς χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωμα, που καθαρίζονταν μόνο την τελευταία ημέρα πριν από τον κατάπλου. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες, ο συνωστισμός, η δυσοσμία των ακάθαρτων σωμάτων και των εμετών και η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ένας αμερικανικός νόμος που ψηφίστηκε το 1882 και σκοπό είχε να προστατεύσει, κυρίως, τους επιβάτες της τρίτης θέσης, προέβλεπε ότι κάθε επιβάτης δεν μπορούσε να έχει στη διάθεσή του λιγότερα από 2,83 κυβ. μέτρα ή αν έμενε σε χώρο κάτω από δύο καταστρώματα, 3,40 κυβ. μέτρα. Δύο παιδιά κάτω από οκτώ ετών υπολογίζονταν για ένας επιβάτης. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν επεβλήθη πρόστιμο στους πλοιάρχους των πλοίων, παρά την κατάφωρη παραβίαση του συγκεκριμένου νόμου.
Μετανάστες στο κατάστρωμα πλοίου
 Οι μετανάστες της τρίτης θέσης, κυριολεκτικά στοιβαγμένοι κι αυτοί σε σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια, το μέγεθος των οποίων αντιστοιχούσε σε …δύο φέρετρα, έπρεπε να περάσουν όλες τις ώρες, μέρα ή νύχτα εκεί. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά, ούτε τραπέζι. Όλα τα υπάρχοντά του έπρεπε να τακτοποιηθούν στον ελάχιστο χώρο ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια. Ο διαχωρισμός των γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος, γεγονός που  τις ανάγκαζε να κρεμούν τα ρούχα τους γύρω από τα κρεβάτια τους προκειμένου να δημιουργήσουν κάποιον υποτυπώδη προσωπικό χώρο. Παρενοχλήσεις από άνδρες συνεπιβάτες τους δεν ήταν συνήθεις, γεγονός που δεν ίσχυε για τους άνδρες του πληρώματος, που συχνά περιφέρονταν, αδιάκριτα, στους χώρους των γυναικών, κυρίως των ασυνόδευτων. Γυναίκες θαλαμηπόλοι δεν υπήρχαν. Το πλοίο διέθετε, απλώς,  μόνο δύο νοσοκόμες για τις επιβάτιδες της τρίτης θέσης. Ο εξαερισμός των χώρων, όπως επιβαλλόταν από τον νόμο του 1882, εξασφαλιζόταν από δύο ανεμοδόχους των 12 ιντσών (0,30 μ.), για κάθε πενήντα επιβάτες. Οι ανεμοδόχοι αυτοί καταλήγανε στο κύριο κατάστρωμα, που, συνήθως, απείχε πολύ λίγο από την επιφάνεια της θάλασσας. Έτσι,  στις χειμωνιάτικες, κυρίως, φουρτούνες, οι επιβάτες της τρίτης θέσεως δέχονταν, συχνά, καταιονισμούς από παγωμένα νερά του ωκεανού. Η καθαριότητα εξασφαλίζονταν από καταιονιστήρες, κοινοί, κατά κανόνα, για άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν σε σιδερένιες καμπίνες περίπου 2×2,75μ. και περιείχαν θαλασσινό νερό. Όσον αφορά τα λουτρά, οι επιβάτες, για την προσέγγισή τους, έπρεπε να διανύσουν ανεμόδαρτα ανοιχτά καταστρώματα, με αποτέλεσμα σπάνια να χρησιμοποιούνται. Στους ίδιους χώρους γινόταν το πλύσιμο των πιάτων, των ρούχων, χωρίς βέβαια σαπούνι και με κρύο αλμυρό νερό. Το δάπεδο γύρω ήταν συνεχώς πλημμυρισμένο. Καθαριζόταν και απολυμαινόταν βιαστικά, μόνον το τελευταίο πρωινό του ταξιδιού, λόγω της αναμενόμενης επιθεώρησης του γραφείου της Δημόσιας Υγείας. Αν και νόμος προέβλεπε καθημερινή ιατρική επίσκεψη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ουδέποτε εφαρμόστηκε. Η διάτρηση ειδικών καρτών που θα επιβεβαίωνε την καθημερινή επιθεώρηση από τον εποπτεύοντα ιατρό γινόταν τις περισσότερες φορές από θαλαμηπόλους. Κάθε επιβάτης κατά την επιβίβασή του στο πλοίο λάμβανε ένα κουτάλι, ένα πιρούνι και μία τενεκεδένια καραβάνα. Το πρωινό διανεμόταν, συνήθως, στις επτά παρά τέταρτο. Ο ελάχιστος, όμως,  χώρος που διατίθετο ως τραπεζαρία δεν επαρκούσε, γεγονός που τους οδηγούσε σε αναζήτηση χώρου στο ανοικτό κατάστρωμα. Την ώρα που οι άνδρες ελάμβαναν το πρωινό και άδειαζαν οι χώροι διαμονής, έβρισκαν την ευκαιρία οι γυναίκες να ντυθούν, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνουν τη διανομή του πρωινού. Το φαγητό ήταν τόσο  κακομαγειρεμένο που τις περισσότερες φορές κατέληγε τροφή των ψαριών. Η εσκεμμένα, τις περισσότερες φορές, κακή ποιότητα του φαγητού ωθούσε τους επιβάτες  στην καντίνα του πλοίου, προς όφελος του πλοιοκτήτη.   Η άφιξη στην Αμερική και το μαρτύριο της νήσου Έλλις Μόλις το πλοίο έφτανε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, οι επιβάτες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Όσοι ταξίδευαν στην πρώτη ή στη δεύτερη θέση μπορούσαν να αποβιβαστούν στην ξηρά, μετά από άδεια των αρμόδιων υγειονομικών Αρχών, χωρίς πολλές διατυπώσεις. Οι υπόλοιποι, όμως, με ειδικά πλοία, μεταφέρονταν στο περίφημο Ellis Island. Πρόκειται ουσιαστικά για τρία νησάκια, που βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης και συνδέονται μεταξύ τους με γέφυρες.
Αντικρύζοντας τη νέα πατρίδα
Ο έλεγχος των μεταναστών, γινόταν αρχικά στο Castle Garden, το «Καστιγκάρι» όπως το ονόμαζαν οι Έλληνες. Αρχικά, οι εγκαταστάσεις ήταν περιορισμένες. Αργότερα, όταν οι ροές των μεταναστών αυξήθηκαν, χτίστηκαν μια σειρά από επιβλητικά κτίρια, όπου εξετάζονταν εξονυχιστικά οι μετανάστες. Από τους χώρους αυτούς πέρασαν εκατομμύρια άνθρωποι, απ’ όλες, σχεδόν, τις φυλές του κόσμου. Τραγικές σκηνές διαδραματίστηκαν μέσα στις αίθουσες όπου γινόταν η εξέταση των μεταναστών, ή πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων, όπου κλείνονταν, όσοι επρόκειτο να απελαθούν στις χώρες τους. Τις περισσότερες φορές η ετυμηγορία ήταν ευνοϊκή
Μετανάστες περιμένουν τον έλεγχο από τις μεταναστευτικές αρχές των ΗΠΑ
για τους μετανάστες. Πολλοί, όμως, ήταν κι αυτοί που άκουσαν το «nο» από τις Αρχές των Η.Π.Α. Κυριότερη αιτία του αποκλεισμού τους ήταν ο φόβος των μεταναστευτικών Αρχών, μήπως εξελιχθούν σε δημόσιο βάρος, όσοι δεν είχαν τα κατάλληλα προσόντα να παραμείνουν στις Η.Π.Α. Όσοι δεν είχαν συγγενείς ή φίλους που θα μπορούσαν να εγγυηθούν ότι θα εξασφάλιζαν ένα κατάλυμα για να κοιμηθούν, όσοι δεν έδειχναν αρκετά εύρωστοι, ώστε να εργαστούν στις σιδηροδρομικές γραμμές, στα μεταλλεία και στις άλλες βαριές δουλειές, εισέπρατταν, τις περισσότερες φορές, την άρνηση εισόδου. Μετά από εξονυχιστικές εξετάσεις απελαύνονταν, επίσης, αμέσως όσοι έπασχαν από μεταδοτικές ασθένειες ή ψυχασθένεια, είχαν κλονισμένη υγεία, ή εγκληματικό παρελθόν.   Η ζωή στην Αμερική τα πρώτα χρόνια Οι περισσότεροι νεοαφιχθέντες έμεναν για λίγο στη Νέα Υόρκη όπου υπήρχαν μικρά ξενοδοχεία και μικρομάγαζα Ελλήνων ιδιοκτητών, οι οποίοι τους υποδέχονταν όταν αποβιβάζονταν από τα σκάφη που τους έφερναν στο νότιο τμήμα του Μανχάταν από το Ellis Island. Από εκεί συνέχιζαν το ταξίδι για τον τελικό τους προορισμό. Στις αρχές του 20ου αιώνα ένας, περίπου, στους επτά μετανάστες παρέμενε στη Νέα Υόρκη, που είχε το 1910 πάνω από 12.000 Έλληνες. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν την πορεία τους στην τεράστια αμερικανική ενδοχώρα, με κύριους προορισμούς τις Δυτικές Πολιτείες, τις βιομηχανικές πόλεις της Νέας Αγγλίας και τις μεγάλες πόλεις του Βορρά. Μικρός, μόνον, αριθμός Ελλήνων κατευθύνθηκε προς το Νότο. Οι συνθήκες που αντιμετώπισαν οι Έλληνες μετανάστες στο νέο περιβάλλον δεν έμοιαζε σε τίποτα μ΄ αυτήν που περιγράφανε στους αγρότες στην Ελλάδα για τους τόπους δουλειάς στην Αμερική, οι πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιρειών και των εκμισθωτών εργασίας. Στην Αμερική πήγαιναν με πρόθεση να μείνουν προσωρινά, γι’ αυτό πολλοί αρνιόντουσαν να μάθουν την αγγλική γλώσσα και, δεδομένου ότι ήταν ανειδίκευτοι, δεν τους απέμεινε παρά να δουλέψουν στα μεταλλεία ή στους σιδηροδρόμους. Πολλοί, βέβαια, εκδηλώνοντας το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα, δούλευαν ως πλανόδιοι πωλητές λαχανικών, φρούτων και άλλων προϊόντων στους δρόμους. Σύμφωνα με μια έκθεση το 1901 υπήρχαν 1.500 περίπου πλανόδιοι πωλητές στη Νέα Υόρκη. Η ζωή τους ήταν ιδιαίτερα στερημένη, δεδομένου ότι σκοπός τους ήταν να εξοικονομήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα για να τα στείλουν πίσω στην Ελλάδα. Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν να νοικιάζουν ένα διαμέρισμα για έξι, περίπου, άτομα και να μοιράζονται τα έξοδα. Χωρίς σωστή διατροφή και στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής η φυματίωση ήταν πολύ συνηθισμένη. Η κατάσταση γινόταν ακόμη χειρότερη, λόγω, της, σχεδόν πάντα, εχθρικής υποδοχής που επιφύλασσαν στους Έλληνες μετανάστες, οι μετανάστες άλλων εθνικοτήτων αλλά και οι ίδιοι οι Αμερικανοί εργάτες. Υπέμεναν, όμως, τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσουν τον γυρισμό τους στην πατρίδα, και είναι γνωστό ότι πολλοί δεν γύρισαν πολύ πλουσιότεροι απ’ ότι έφυγαν. Η κατάσταση ήταν χειρότερη για τα παιδιά. Τις περισσότερες φορές, λόγω έλλειψη κλινών, κοιμούνταν στο πάτωμα. Όταν η κατοικία τους ήταν σε μεγάλη απόσταση από το κέντρο ξυπνούσαν από τις 4.30 το πρωί κι έμεναν πολλές φορές εκεί μέχρι τις 10 το βράδυ, δουλεύοντας στα στιλβωτήρια, ή ως εργάτες καθαριότητας. Η διατροφή τους τις περισσότερες φορές περιοριζόταν μόνο σε ξερό ψωμί, τυρί και ελιές. Αντίθετα με τους άνδρες, οι Ελληνίδες μετανάστριες, παντρεμένες ή ανύπαντρες, δεν εργάζονταν έξω από το σπίτι. Υπήρχαν, βέβαια, και κάποιες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό, όπως το να εργάζονται στην οικογενειακή επιχείρηση, να διευθύνουν ξενώνες για Έλληνες εργάτες ή να εργάζονται ως υπάλληλοι σε βιομηχανίες υφασμάτων και παπουτσιών. Διέκοπταν, όμως, την εργασία τους μετά το γάμο τους, ή όταν ο σύζυγος είχε εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό οικονομικό επίπεδο διαβίωσης. Στην ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην Αμερική υπήρξαν και κάποιες σκοτεινές σελίδες όπου Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν συντρόφους τους μετανάστες. Πρόκειται για το σύστημα εκμετάλλευσης από τους «Πατρόνους», φαινόμενο που είχε πρωτοεμφανιστεί από Ιταλούς στη σιδηροδρομική βιομηχανία. Στην ουσία, οι Πατρόνοι ήταν εργολάβοι στους οποίους οι νεοφερμένοι, που ήξεραν πολύ λίγο τη γλώσσα και τις συνθήκες εργασίας, στηρίζονταν για εργασία. Οι Πατρόνοι τους εξασφάλιζαν δωμάτιο και ένα συμφωνημένο ποσό ως μισθό και οτιδήποτε έπαιρνε ο εργάτης επιπλέον αυτού του ποσού ανήκε στον Πατρόνο. Τα πρώτα θύματα ήταν, κυρίως, οι μικροπωλητές στους δρόμους της Ν. Υόρκης. Η δραστηριότητα των Πατρόνων εξαλείφθηκε, όχι, όμως, πριν καταστρέψει πολλές ζωές και βλάψει γενικά το όνομα των Ελλήνων στην Αμερική. Πέρασαν αρκετές γενιές για να εξαλειφθεί αυτό το στίγμα από την αμερικάνικη κοινωνία.   Αντιμετώπιση των Ελλήνων από την αμερικανική κοινωνία Οι πρώτες ελληνικές οικογένειες μεταναστών στην Αμερική, επιζητούσαν να μένουν η μία κοντά στην άλλη για προστασία, καθώς αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τους Αμερικανούς. Τους θεωρούσαν, τους πιο ανεπιθύμητους μετανάστες, τους χείριστους της Ευρώπης. Δεν τους θεωρούσαν καν λευκούς, αλλά μιγάδες. Οι Εργοδότες τους έβαζαν να κάνουν τις πιο επικίνδυνες δουλειές και τους πλήρωναν με τα μικρότερα μεροκάματα. Χωρίς να το θέλουν,  οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες, με τη διαφορετικότητά τους, έγιναν θύματα των ρατσιστών. Αντιμετωπίστηκαν ως εισβολείς που απειλούσαν τις θέσεις εργασίας και τα χρηστά ήθη των ‘‘γνήσιων’’ Αμερικανών, ενώ κατηγορήθηκαν ως υπεύθυνοι για την αύξηση της εγκληματικότητας. Η λέξη «Έλληνας» εκστομιζόταν εναντίον τους ως βρισιά. Τους αποκαλούσαν «dirty Greeks», «den katalaveni», newcomers με τα παράξενα ονόματα. Πολλοί αναγκάστηκαν να κόψουν τα επίθετά τους και να αλλάξουν τα μικρά τους ονόματα. Ο Αθανάσιος θα γίνει Tom, ο Κωνσταντίνος Gus, ο Δημήτρης Jim, ο Παναγιώτης Pete. Οι Έλληνες δε θα αργήσουν να μπουν στο στόχαστρο και της  Ku Klux Klan η οποία τους ταλαιπώρησε αφάνταστα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του  1920, κάνοντας επιδρομές στις συνοικίες τους. Έβλεπαν να λεηλατούνται και να καταστρέφονται τα καταστήματά τους, που έστησαν με πολύ μεγάλο κόπο αποταμιεύοντας χρήματα, αποτέλεσμα εργασίας πολλών χρόνων σε ορυχεία και εργοστάσια. Το  1909 στην πολιτεία Omaha, πυρπολήθηκε ολόκληρη ελληνική συνοικία. Στην πολιτεία  Ιdaho  δεν τους ήθελε κανείς για γείτονες, ενώ στην πολιτεία California, το  1913  πινακίδα στην είσοδο ενός εστιατορίου έγραφε:  «Pure American. No Rats. No Greeks». Το 1918 στο Τορόντο του Καναδά, ένας όχλος από 5.000 ανθρώπους θα προβεί σε βανδαλισμούς καταστρέφοντας ελληνικά μαγαζιά και λεηλατώντας τα στη συνέχεια. Με την πάροδο, όμως, των χρόνων, η ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ άρχισε να ανέρχεται τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Από τη δεκαετία του 1960, πολλοί Ελληνοαμερικανοί της δεύτερης και τρίτης γενιάς άρχισαν να αναμειγνύονται και στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο Σπύρο Άγκνιου (Αναγνωστόπουλος), ο Τζον Μπραδήμας, ο Μάικλ Δουκάκης, ο Πωλ Σαρμπάνης, ο Πωλ Τσόγκας, ο Τζωρτζ Στεφανόπουλος είναι ορισμένοι μόνο από τους ομογενείς Έλληνες που διακρίθηκαν ασκώντας υψηλά αξιώματα. Ανάλογες διακρίσεις  ομογενών σημειώθηκαν και εξακολουθούν να σημειώνονται στον επιστημονικό (Γεώργιος Παπανικολάου), στον καλλιτεχνικό, στον ακαδημαϊκό και αθλητικό χώρο. Για να φτάσει, όμως, ως τη σημερινή της άνθιση και καταξίωση πέρασε δεκαετίες ολόκληρες με σκληρούς αγώνες, προσπάθειες και μεγάλες στερήσεις. Σήμερα, οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων, είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές της Ελλάδας.   ΠΗΓΕΣ
  1. Ελληνική μετανάστευση στις ΗΠΑ(1900-1925). Ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο.http://tsamantas.com/index.php/%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7- %CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%91%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE.html
  2. Οι Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α.: Έτσι «γεννήθηκε» η ομογένεια. https://www.protothema.gr/stories/article/934571/ellines-metanastes-stis-ipa-teli-19ou-arhes-20ou-aiona/
  3. Ελληνοαμερικανοί. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CE%B1%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%AF
  4. Αναστάσιος Μ. Τάμης. Οι Έλληνες στη διασπορά.
https://www.hellenicparliament.gr/onlinepublishing/apd/254-300.pdf
  1. Αναστάσιος Μαλαφούρης, «Έλληνες της Αμερικής 1528-1948, Νέα Υόρκη 1948.
  2. Μπάμπης Μαρκέτος, Οι Ελληνοαμερικανοί- ιστορία της ελληνικής ομογένειας στις Η.Π.Α.», εκδ. Παπαζήση, 2006