Τα γεγονότα ή τα δεδομένα που περιγράφει το λήμμα έχουν μεταβληθεί και χρειάζεται ενημέρωση με πιο πρόσφατες πληροφορίες.
Παρακαλούμε βελτιώστε το λήμμα ενημερώνοντάς το, μη ξεχνώντας να αναφέρετε και αξιόπιστες πηγές. Μπορεί να υπάρχουν πληροφορίες και στη σελίδα συζήτησης του λήμματος.
Ως απόδημος Ελληνισμός ή ελληνική διασπορά χαρακτηρίζεται το σύνολο των εκπατρισμένων Ελλήνων, που μολονότι εγκαταστάθηκε, έστω και με σχετική μονιμότητα, σε χώρες ή περιοχές εκτός του εθνικού χώρου, εξακολουθεί να συντηρεί, σε επίπεδο συλλογικό ή και ατομικό, τις υλικές, πολιτιστικές και συναισθηματικές του σχέσεις με τη χώρα της άμεσης ή της παλαιότερης καταγωγής του.[1] Ο όρος αυτός δίδεται σε αντιδιαστολή με τον ξενιτεμένο Ελληνισμό που περιλαμβάνει και Έλληνες που βρίσκονται μεν στο εξωτερικό αλλά δεν διαμένουν μόνιμα εκτός Ελλάδας π.χ. οι Έλληνες ναυτικοί, διπλωμάτες, εμπορικοί αντιπρόσωποι κ.λπ.. Με την αυτή σημασία του όρου αποδίδεται και για κάθε απόδημο Έλληνα ο όρος «Έλληνας του εξωτερικού». Για τους μόνιμους κατοίκους του εξωτερικού που έχουν ελληνική καταγωγή αποδίδεται και ο όρος ομογένεια.
Η μακραίωνη ιστορία της ελληνικής διασποράς ξεκινά περίπου κατά τη δεύτερη χιλιετία μ.Χ. και χωρίζεται συνήθως σε τρεις μεγάλες περιόδους, η καθεμία με διαφορετικά χαρακτηριστικά: τους τέσσερις αιώνες της τουρκοκρατίας, την περίοδο από τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο μετά τη λήξη του πολέμου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Διαχρονικά αίτια των μεταναστεύσεων θεωρούνται κυρίως οι πολιτικοστρατιωτικές ή οικονομικοκοινωνικές συνθήκες στον ελληνικό χώρο. Η ελληνική διασπορά χαρακτηρίζεται από τη σημαντική συμβολή της στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη του συνολικού ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ ποσοτικά αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο του πληθυσμού της Ελλάδας.
Το 1995 για πρώτη φορά οι όπου Γης Απόδημοι Έλληνες -ή όπως συνηθίζεται να τους λέμε «Έλληνες ομογενείς»-, ένωσαν τις δυνάμεις τους δημιουργώντας την «Ελλάδα του κόσμου». Με Προεδρικό Διάταγμα ιδρύθηκε το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ), με αρχικό σκοπό την αντιμετώπιση των θεμάτων της Ελληνικής διασποράς και την καλύτερη επικοινωνία τους με την πατρίδα και με απώτερο στόχο και σκοπό, να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη δύναμη ο Ελληνισμός. Ήδη, όμως, από το 2010 η λειτουργία του ΣΑΕ έχει διακοπεί, με την πιθανή επανενεργοποίησή του να επανέρχεται, κατά περιόδους, στο προσκήνιο.[2]
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού η σύγχρονη κατανομή των αποδήμων Ελλήνων ανά Ηπείρους κατανέμεται ως ακολούθως:
Με το Μεξικό έχουν συναφθεί διάφορες εμπορικές και πολιτιστικές συμφωνίες. Η νεοελληνική γλώσσα διδάσκεται, από το 1977, στο Πανεπιστήμιο της Πόλης του Μεξικού (Universidad Autónoma de México), το μεγαλύτερο της χώρας, καθώς και στο Πανεπιστήμιο του Ακατλάν.
Παρ' ότι δεν υπήρχε ποτέ κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα, η χώρα έχει έναν σημαντικό αριθμό Ελλήνων. Η ομογένεια στο Μεξικό αποτελείται από 1.500 άτομα στην Πόλη του Μεξικού (Κοινότητα και εκκλησία είναι η Αγία Σοφία του Μεξικού (Santa Sofia de México), 2.000 άτομα στο Κουλιακάν της Πολιτείας Σιναλόα, 230 άτομα στη Γουαδαλαχάρα (εγγεγραμμένα στην εκεί κοινότητα), καθώς και 30 περίπου οικογένειες στις πόλεις Βερακρούς και Κοατσακοάλκος στον Κόλπο του Μεξικού.[30].
Οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στην Ερυθραία στα μέσα του 19ου αι. περνώντας από το Σουδάν και την Αίγυπτο. Στην πόλη Κερέν, ο Βλάσης Φραγκούλης ίδρυσε μια μικρή παροικία. Η μικρή εκκλησία και το δημοτικό σχολείο, που χτίστηκαν τότε, διατηρούνται ως σήμερα. Κατά την ιταλική απογραφή του 1894, στην Ερυθραία κατοικούσαν 178 Έλληνες. Η ελληνική κοινότητα οργανώθηκε επίσημα το 1903 και λίγο αργότερα απέκτησε και σχολείο. Ο Πραξιτέλης Κυριακάκης από το χωριό Μελιτίνη της Σπάρτης ήταν από τους πιο φημισμένους Έλληνες, που έζησαν και εργάστηκαν στην Ερυθραία.
Η ελληνική παροικία της Ερυθραίας, με ιστορία ενός περίπου αιώνα, γνώρισε την ακμή της στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν έφτασε να αριθμεί 400 περίπου άτομα. Η ελληνική παρουσία της Ερυθραίας, άντεξε τόσο την εχθρότητα των Ιταλών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και του πολέμου, όσο και κατά την περίοδο που ακολούθησε, όταν η χώρα βρέθηκε αρχικά υπό βρετανική κατοχή (1941-1952), ύστερα υπό καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης σε ομοσπονδιακή σύνδεση με την Αιθιοπία και τελικά υπό αιθιοπική εξάρτηση. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, όταν ανατράπηκε ο Αιθίοπας αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ Α΄ (1974) και ακολούθησαν μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές ταραχές, η ελληνική κοινότητα, αλλά και άλλες κοινότητες ξένων μεταναστών, δέχτηκε καίρια πλήγματα και σχεδόν διαλύθηκε. Το 1996, λόγω των γενικότερων δυσμενών συνθηκών, η ελληνική κοινότητα δεν αριθμούσε παρά 30 περίπου άτομα.
Στην πρωτεύουσα Ασμάρα βρίσκεται η Ελληνική Κοινότητα της Ασμάρα και πόλο συσπείρωσης τον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Στην Ασμάρα παλιότερα λειτουργούσε και η Παπαφιλίππειος Δημοτική Σχολή.
Στην πόλη Κάραν (Keren), όπου τώρα πια διαμένουν ελάχιστοι Έλληνες, βρίσκεται και λειτουργεί ο ιερός ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Η ελληνική παροικία του Κάραν από τις αρχές του 20ού αι. διατηρούσε και δημοτικό σχολείο. Οι ελληνορθόδοξοι ιεροί ναοί της Ερυθραίας εκκλησιαστικά ανήκουν στην Ιερά Μητρόπολη Αξώμης.
Ισχυρή ελληνική παροικία υπήρχε μέχρι πρόσφατα και στην πόλη Μασάουα (Μασσάυα) στην Ερυθρά Θάλασσα, ανατολικά της Ασμάρας. Η ελληνική παροικία της πόλης είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. και παρά τα δεινά που υπέστη κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, άντεξε και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Διατηρούσε, μάλιστα, τον ιερό ναό του Ευαγγελισμού και ήδη από το 1925, ελληνικό δημοτικό σχολείο. Οι πάροικοι κατάγονταν κυρίως από τα Δωδεκάνησα και την Κεφαλλονιά.
Σήμερα οι Έλληνες της Βουλγαρίας με βάση την απογραφή του 2011 αριθμούσαν περίπου 1.360 άτομα, αν και διάφοροι οργανισμοί εκτιμούν ότι ο πραγματικός αριθμός μπορεί να κυμαίνεται κοντά στους 2,5 χιλιάδες. Το 2011 μάλιστα, απογράφηκαν 2.560 Έλληνες Σαρακατσάνοι και 3.700 Έλληνες Βλάχοι.
Η παρουσία των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στη Βρετανία ανάγεται στο 15ο αιώνα και περισσότερο στα τέλη του 16ου. Η νεότερη έντονη παρουσία Ελληνισμού έγεται στη γνώση της αγγλικής γλώσσας ως μοναδική ξένη γλώσσα και την "εκπαιδευτική βιομηχανία" της Βρετανίας.
Στην Αυστρία κατοικούν περίπου 1800 Έλληνες υπήκοοι και 18.000 Αυστριακοί ελληνικής καταγωγής. Στην Αυστρία, ο Ελληνισμός τη μεγαλύτερη κοινωνική αναγνώριση την απέκτησε τον 19ο αιώνα. Ένα τελευταίο μεγάλο κύμα μεταναστών πήγε στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και 1960 όταν το Γκρατς με το Πανεπιστήμιο του Γκρατς ήταν δημοφιλής προορισμός φοιτητών.
Οι Έλληνες στο Βέλγιο ανέρχονται σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων σε 25.000 άτομα ενώ το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τους υπολογίζει σε 35.000
Οι Έλληνες της Γερμανίας αποτελούν την τέταρτη μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών της χώρας, μετά από Τούρκους, Ιταλούς και Πολωνούς. Στα τέλη του 2016 στη Γερμανία ζούσαν 432.760 πολίτες με ελληνική υπηκοότητα.
Στο Λουξεμβούργο ζουν σήμερα πάνω από 1.500 Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους εργάζονται στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρκετοί Έλληνες υπήκοοι εργάζονται στον ιδιωτικό (κυρίως τραπεζικό) τομέα αλλά και ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Υπάρχουν, ακόμη, περίπου 20 Ελληνικής καταγωγής οικογένειες, τα μέλη των οποίων έχουν πολιτογραφηθεί ως υπήκοοι του Λουξεμβούργου. Υπάρχει και Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, η οποία υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Έλληνες στην Τουρκία σήμερα χωρίς τους Έλληνες της Αντιόχειας και τους Κρυπτοχριστιανούς Έλληνες φτάνουν περίπου τους 5.000 ομογενείς με μεγάλες αυξητικές τάσεις. Οι μεν γηγενείς ασχολούνται με την ελληνική κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη και το Πατριαρχείο, οι δε υπήκοοι Ελλάδας είναι ως επί το πλείστον γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίων, πιλότοι, επιχειρηματίες και φοιτητές. Πριν από τη Συνθήκη της Λωζάνης και τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός έφτανε τα 2 εκατομμύρια. Μετά το 1924 απέμεναν 300.000 στη Θράκη, μετά τα Σεπτεμβριανά 70.000 και μετά από το 1964 30.000. Η φθίνουσα πορεία του πληθυσμού συνεχίζεται. Ανεπίσημη δημογραφική έρευνα υπολόγισε τους Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη περίπου σε 2.500 το 2006. Συγκεκριμένα:
19ος Αιώνας: Μεταναστεύσεις από τον ελλαδικό χώρο, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου, την Ήπειρο και τη Θράκη, προς τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
1908: Οι Νεότουρκοι επαναστατούν, και υπάρχουν: 1.000.500 Έλληνες στη Μικρά Ασία, 300.000 στον Πόντο, 400.000 στην Ανατολική Θράκη, 300.000 στην Κωνσταντινούπολη. Το σύνολο 2.000.000 εκατομμύρια Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
1923: Ο απολογισμός της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής: 500.000 νεκροί, 150.000 σε καταναγκαστικά έργα (γνωστά ως Αμελέ Ταμπουρού) και 1.200.000 παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Απομένουν μονάχα 130.000 ομογενείς σε Κων/πόλη, Ίμβρο και Τένεδο.
1956: Τα Σεπτεμβριανά έχουν καλλιεργήσει ένα αίσθημα φόβου και τρομοκρατίας, χωρίς όμως να έχουν καταφέρει να κλονίσουν σημαντικά την Ομογένεια.
1963: Τα πράγματα έχουν ηρεμήσει και οι Έλληνες ξαναβρίσκουν τους ρυθμούς τους. Βέβαια ο πληθυσμός έχει πέσει στους 90.000 ομογενείς, χωρίς όμως να έχουν κλονιστεί η Ελληνικές Κοινότητες στο κέντρο της Πόλης και της Ίμβρου.
1966: Οι Απελάσεις του 1964 συμπληρώνουν ότι δεν κατάφεραν τα Σεπτεμβριανά, και βάζουν την αρχή για τη φυγή των Ελλήνων. Ενδεικτικά έχουν απελαθεί 12.000 αλλά μαζί με τις οικογένειες του φεύγουν από την Πόλη περίπου 40.000 άτομα. Έτσι πέφτουν οι ομογενείς στα 40.000-50.000 άτομα στην Κων/πολη, 3.000 σε Ίμβρο και Τένεδο.
1974: Το Κυπριακό εντείνει τη φυγή των Ρωμιών. Πριν το 1974 υπάρχουν περίπου 18.000 άτομα αλλά μετά τον Αττίλα, μένουν μόλις 12.000.
1981: Ο πληθυσμός των ομογενών πέφτει σε μονοψήφιο. Μόνο 9.000 είναι οι Ρωμιοί στην Πόλη.
1995: Αυτή την περίοδο έχουν απομείνει μόνο 4.000 Έλληνες, με τάσεις μείωσης.
2003: Σύμφωνα με απογραφή οι Ρωμιοί φτάνουν τους 1800, ως επί το πλείστον γέροντες.
2010: Παρατηρείται μια αύξηση του ελληνικού στοιχείου, κυρίως από Έλληνες μετανάστες, λόγω της οικονομικής κρίσης. Οι Έλληνες φτάνουν τους 2.500.
2015. Η μετανάστευση προς την Πόλη συνεχίζεται. Σήμερα οι Έλληνες μετανάστες έχουν φτάσει περίπου τους 3.500, αυξάνοντάς τον πληθυσμό σε 5.000 περίπου. [31]